- κατερειπώνω
- (AM κατερειπῶ, -όω και κατεριπῶ, -όω)μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω («ο σεισμός κατερείπωσε πολλά σπίτια»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω … Dictionary of Greek
κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… … Dictionary of Greek
κατεριπώ — κατεριπῶ, όω (AM) βλ. κατερειπώνω … Dictionary of Greek